- πισώκωλα
- και πισόκωλα Νεπίρρ.1. με τα νώτα2. από πίσω.[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσω + κώλος + επιρρμ. κατάλ. -α].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πισώκωλα — επίρρ. τοπ., οπισθοχωρώντας με τα νώτα, πηγαίνοντας πίσω πίσω: Το αυτοκίνητο ήρθε πισώκωλα και ακούμπησε στην πόρτα της αποθήκης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλιμπυγηδόν — (Α) επίρρ. πισώκωλα, με κίνηση προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πυγηδόν «οπισθίως» (< πυγή)] … Dictionary of Greek
πισόκωλα — Ν επίρρ. (δ. γρφ.) βλ. πισώκωλα … Dictionary of Greek